Αποκαλυπτική έρευνα: Πού πάνε τα επιδόματα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα [γραφήματα]

Σε συντάξεις οι μεγαλύτερες δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα                                                                                                                      Τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat

Αυξήθηκε η δαπάνη για κοινωνική προστασία το 2020, όμως διόλου ικανοποιητικά δεν είναι τα ποσά που δαπανά, διαχρονικά, η Ελλάδα. Όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τα οποία παρουσιάζει ο ΟΤ, ως προς την κατά κεφαλήν δαπάνη σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, καταγράφεται απόκλιση έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Μεγάλη συμμετοχή -στη συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη για κοινωνική προστασία -έχουν οι δαπάνες για «Γήρας». Ανήλθαν το 2020 στο 69,8% του συνόλου (στις 2.934 μονάδες συνόλου έναντι μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης 2.857 μονάδων την περίοδο 2016- 2019). Και το συγκεκριμένο επίπεδο δαπάνης ήταν σε απόλυτα νούμερα το όγδοο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, ενώ ως ποσοστό στη συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης στον ευρύτερο τομέα της κοινωνικής προστασίας ήταν το υψηλότερο μεταξύ όλων των κρατών-μελών.

Ως προς τα επιδόματα, στην Ελλάδα, το ποσοστό του πληθυσμού που λαμβάνει τουλάχιστον ένα επίδομα κοινωνικής προστασίας ανέρχεται στο 64%, το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, με εξαίρεση την Κύπρο.

Διαχρονικό το φαινόμενο

Το «φαινόμενο» της χαμηλής δαπάνης είναι διαχρονικό και μπορεί το πανδημικό έτος 2020 να αυξήθηκε σημαντικά σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο η Ελλάδα καταγράφει σημαντική απόκλιση Η κεφαλήν δημόσια δαπάνη στην Ελλάδα στον τομέα της κοινωνικής προστασίας σε όρους PPS ανήλθε το 2020 στις 4.205 μονάδες. Για το 2020, αν και αυξημένη κατά 219 μονάδες έναντι της μέσης αντίστοιχης δαπάνης κατά την προ-πανδημική περίοδο (2016-2019), η συγκεκριμένη επίδοση είναι η έκτη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τα οποία παρουσιάζει η δαπάνη ανά άτομο ανέρχεται σε 4.774 ευρώ το 2020, από 5.248 ευρώ το 2009. Αντιστοιχα ο μέσος όρος στην Ε.Ε., το 2009, ήταν στα 7.081 ευρώ και αυξήθηκε το 2020 στα 8.518 ευρώ. Η Πορτογαλία αντίστοιχα βρίσκεται υψηλότερα από την Ελλάδα στα 4.829 ευρώ.

Πού πανε οι δαπάνες, τι δίνεται για την οικογένεια

Σύμφωνα με έρευνα της ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, με δεδομένη τη σχετικά χαμηλή συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη για κοινωνική προστασία στη χώρα μας, η εξέλιξη είχε ως συνέπεια τη σημαντική υποχρηματοδότηση άλλων κρίσιμων τομέων του συγκεκριμένου πεδίου λειτουργίας της Γενικής Κυβέρνησης.

Η κατά κεφαλήν δημόσια δαπάνη για «Ασθένεια και αναπηρία» το 2020 διαμορφώθηκε σε PPS μόλις στις 314 μονάδες (ή στο 7,5% του συνόλου), όταν στη Λετονία ‒η οποία έχει το χαμηλότερο επίπεδο δημόσιας δαπάνης για κοινωνική προστασία‒ ήταν στις 608 μονάδες, στη Σλοβακία στις 818 και στην Πορτογαλία στις 349 μονάδες.

Επιπλέον, στην Ελλάδα η δαπάνη για «Οικογένεια και παιδιά» ανήλθε το 2020 στις 189 μονάδες (έναντι μέσου όρου 155 μονάδων το διάστημα 2016-2019), το χαμηλότερο με διαφορά επίπεδο μεταξύ των υπό εξέταση οικονομιών. Ελαφρά πιο βελτιωμένη είναι η εικόνα όσον αφορά την κατηγορία «Ανεργία», όπου η κατά κεφαλήν δημόσια δαπάνη σε PPS διαμορφώθηκε στη χώρα μας στις 171 μονάδες, η 6η χαμηλότερη επίδοση στην Ευρωζώνη.

Τέλος, η αντίστοιχη δαπάνη για «Στέγαση» διαμορφώθηκε στην Ελλάδα το 2020 στις 44 μονάδες, έναντι 117 μονάδων στο σύνολο της Ευρωζώνης.

Μικρή η συμβολή στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας

Μια σημαντική επίπτωση της υποχρηματοδότησης κρίσιμων δομών κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα είναι ο χαμηλός βαθμός αποτελεσματικότητας του συστήματος στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων κοινωνικών προβλημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμβολή, σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής, που είχαν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (πλην συντάξεων) στη μείωση του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Το 2020 η συμβολή αυτή στη χώρα μας, αν και μεγαλύτερη συγκριτικά με την αντίστοιχη την περίοδο 2016-2019, ήταν της τάξης του 24,7%, επίδοση που είναι η 4η χαμηλότερη στο σύνολο των κρατών-μελών.

Αν και η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερη επίδοση έναντι άλλων οικονομιών του Νότου (όπως η Ιταλία και η Ισπανία), υστερεί σημαντικά συγκριτικά με άλλες οικονομίες της περιφέρειας και της ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πορτογαλία, η Λετονία και η Κύπρος. Την ίδια στιγμή, αρκετά υψηλότερη συμβολή στην αντιμετώπιση επεισοδίων φτώχειας σε σχέση με την Ελλάδα είχαν το 2020 οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (πλην συντάξεων) σε άλλες οικονομίες του πυρήνα της Ευρωζώνης. Ενδεικτικά, συγκριτικά με τη Φινλανδία η απόκλιση της Ελλάδας είναι της τάξης των 26,7 ποσοστιαίων μονάδων, με τη Γαλλία των 22,2 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ με το Βέλγιο των 20,2 ποσοστιαίων μονάδων.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, χαμηλή είναι η αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας ως προς τη συμβολή του στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2020 η συμβολή των κοινωνικών μεταβιβάσεων (πλην συντάξεων) στη μείωση του δείκτη Gini ήταν μόλις 3,1 μονάδες. Η επίδοση αυτή, αν και ελαφρά βελτιωμένη έναντι του μέσου όρου της περιόδου 2016-2019, ήταν από τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη με την απόκλισή της έναντι των χωρών όπου οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (πλην συντάξεων) καταγράφουν υψηλότερη συμβολή στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας να κυμαίνεται από 0,1 μονάδα (έναντι της Μάλτας) έως και 4,7 και 6,6 μονάδες (έναντι της Φινλανδίας και της Ιρλανδίας αντίστοιχα).

Περιλαμβάνοντας τις συντάξεις στις μεταβιβαστικές πληρωμές, η συμβολή των τελευταίων στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας το 2020 αυξάνεται στις 22,5 μονάδες, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει πλέον την 5η θέση στην κατάταξη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, προκύπτει ότι η καθαρή συμβολή των συντάξεων στη μείωση της ανισότητας στη χώρα μας ανερχόταν το 2020 στις 19,4 ποσοστιαίες μονάδες, η 5η υψηλότερη στην Ευρωζώνη. Τα στοιχεία αναδεικνύουν τον ρόλο που διαδραματίζουν οι συντάξεις ως βασικό εργαλείο κοινωνικής πολιτικής και συνεπώς τον σχεδόν μονοδιάστατο προσανατολισμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Η υποχρηματοδότηση και η χαμηλή αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας αντανακλώνται και στην ιδιαίτερα χαμηλή κάλυψη των επιδομάτων κοινωνικής προστασίας σε αυτήν.

Επιδόματα και Έλληνες

Στην Ελλάδα, παρά τη σημαντική υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης την τελευταία δεκαετία, το ποσοστό του πληθυσμού που λαμβάνει τουλάχιστον ένα επίδομα κοινωνικής προστασίας ανέρχεται στο 64%, το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, με εξαίρεση την Κύπρο.

Η δυσμενής θέση της Ελλάδας φαίνεται και από το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Ισπανία και την Ιταλία, όπου το ποσοστό κάλυψης υπερβαίνει οριακά το 80%, στα υπόλοιπα κράτη-μέλη το αντίστοιχο ποσοστό προσεγγίζει το 100%. Δεδομένου ότι τα κοινωνικά επιδόματα αποτελούν βασική συνιστώσα του προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος, ειδικά των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, η εξέλιξη αυτή διατηρεί υψηλό το επίπεδο της εισοδηματικής ανισότητας εντός της χώρας, αλλά και τις αποκλίσεις στο βιοτικό επίπεδο μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Η κάλυψη των απωλειών του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, όπως αναφέρει η ΓΣΕΕ, θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων για την ενίσχυση της απασχόλησης. Ωστόσο, και σε αυτόν τον τομέα, οι επιδόσεις της χώρας μας υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στη 13η θέση μεταξύ των 17 υπό εξέταση οικονομιών της Ευρωζώνης όσον αφορά την κατά κεφαλήν δημόσια δαπάνη το 2019 για πολιτικές απασχόλησης σε PPS.

Ειδικότερα, αν και σαφώς πιο αυξημένη έναντι του μέσου όρου της τριετίας 2016- 2018, το 2019 η αντίστοιχη δαπάνη στην Ελλάδα ανήλθε μόλις στις 190,5 μονάδες, όταν την ίδια στιγμή σε άλλες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, ήταν στις 591,8 και 276,9 μονάδες αντίστοιχα.

Η απόκλιση της χώρας μας είναι σαφώς μεγαλύτερη συγκριτικά με τις αντίστοιχες του πυρήνα της Ευρωζώνης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, το επίπεδο της κατά κεφαλήν δημόσιας δαπάνης στην Ελλάδα σε PPS το 2019 αντιστοιχούσε μόλις στο 19,6% του Λουξεμβούργου και στο 24,5% της Γαλλίας. Καλύτερη επίδοση εμφανίζει η χώρα μας μόνο έναντι ορισμένων χωρών της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες ωστόσο καταγράφουν σαφώς καλύτερους δείκτες όσον αφορά τη συμπεριφορά της αγοράς εργασίας.


Πηγή: www.ot.gr
© 2024 iThessalia | CREATED BY ITWORX